- τερύσκομαι
- Α1. (κυρίως στο γ' εν. πρόσ.) τερύσκεται(κατά τον Ησύχ.) «νοσεῑ, φθίνει»2. (στο γ' εν. πρόσ. τού παρατ.) (κατά τον Ησύχ.) «ἐτείρετο».[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρυς, τέρυ «ασθενής» + επίθημα -σκω (πρβλ. μέθυ: μεθύσκω)].
Dictionary of Greek. 2013.